- πλεθρίζω
- πλεθρ-ίζω,A run the πλέθρον: metaph., 'draw the long bow', Thphr.Char.23.2 (dub.l.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλεθρίζω — Α [πλέθρον] 1. διατρέχω απόσταση ενός πλέθρου 2. μτφ. καυχιέμαι, κομπάζω, μεγαλαυχώ … Dictionary of Greek
πλεθρίζων — πλεθρίζω run the pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλέθρισμα — τὸ, Α [πλεθρίζω] (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) αγώνας δρόμου σε στάδιο μήκους ενός πλέθρου … Dictionary of Greek